- δισκίο
- comprimé
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
δισκίο — το [δίσκος] 1. μικρός δίσκος 2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα σε μορφή μικρού δίσκου, χάπι … Dictionary of Greek
δισκίο — το φαρμακευτικό παρασκεύασμα σε σχήμα μικρού δίσκου, για τη διευκόλυνση της κατάποσής του, χάπι: Το φάρμακο υπάρχει σε μορφή δισκίων και σε σιρόπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… … Dictionary of Greek
αζυμοσφραγίδα — Μικρό κομμάτι άζυμου ψωμιού, με το οποίο σφράγιζαν τις διπλωμένες επιστολές, πριν αρχίσουν ακόμα να χρησιμοποιούνται οι φάκελοι στην αλληλογραφία. * * * η δισκίο από άζυμο φύραμα, με το οποίο πριν από τη χρήση τών φακέλων κολλούσαν το άκρο… … Dictionary of Greek
βούλλα — η (Μ βούλλα) 1. όργανο που φέρει στη μία επιφάνειά του ανάγλυφη ή έγγλυφη παράσταση και με το οποίο σφραγίζεται κάτι, σφραγίδα 2. το αποτύπωμα της σφραγίδας 3. επίσημο έγγραφο, σφραγισμένο με βούλλα ώστε να αποδεικνύεται η γνησιότητά του («παπική … Dictionary of Greek
πάστιλλος — και πάστελ(λ)ος, ὁ, Α 1. παστίλια, φαρμακευτικό δισκίο 2. παστέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pastillus, υποκορ. τού λατ. panis (< *pasnis) «ψωμί»] … Dictionary of Greek
παστίλια — η 1. φαρμακευτικό δισκίο, χάπι 2. είδος καραμέλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pastiglia] … Dictionary of Greek
παστιλλώδης — ῶδες, Α [πάστιλλος] αυτός που μοιάζει με παστίλια, δηλ. με φαρμακευτικό δισκίο … Dictionary of Greek
σακχαρόπηκτος — η, ο, Ν 1. αυτός που παρασκευάζεται με πήξη ζάχαρης ή με περικάλυψη ζάχαρης 2. το ουδ. ως ουσ. το σακχαρόπηκτο α) προϊόν που παρασκευάζεται με πήξη ζάχαρης β) φαρμακευτικό δισκίο με περικάλυψη ζάχαρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρη + πηκτός (πρβλ. βραδύ… … Dictionary of Greek
σημαντρίδα — η / σημαντρίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. 1. δισκίο άζυμου άρτου με το οποίο σφράγιζαν παλαιότερα επιστολές ή έγγραφα, η όστια 2. η σφράγιση επιστολών αρχ. φρ. «σημαντρὶς γῆ» χώμα, πηλός κατάλληλος για την τοποθέτηση σφραγίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω +… … Dictionary of Greek
τροχίσκος — ο, ΝΜΑ υποκορ. μικρός τροχός, μικρή ρόδα νεοελλ. δισκίο στο οποίο η φαρμακευτική ουσία έχει αναμιχθεί με ζάχαρη, κν. παστίλια αρχ. 1. μικρή σφαίρα από σαπούνι ή από μέλι 2. καταπότιο 3. σκουλαρίκι 4. μεταλλική σφαίρα που έπεφτε πάνω σε μεταλλική… … Dictionary of Greek